κουνενές

κουνενές
ο
1. το βρέφος.
2. ο ανόητος: Μας ήρθε ένας γέρο κουνενές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουνενές — ο 1. βρέφος 2. ανόητος, ξεμωραμένος, αφελής σαν μωρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. να συνδέεται με το ρ. κουνώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”